καμπούκι

καμπούκι
Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη χορεύτρια Ο-Κούνι του σιντοϊστικού ναού της Ιζούμο, η οποία ήθελε να συγκεντρώσει χρήματα για την επιδιόρθωση του ναού. Τους πρώτους θιάσους αποτελούσαν κυρίως γυναίκες. Αργότερα το κ. απαλλάχθηκε από κάθε θρησκευτικό στοιχείο και περιορίστηκε σε δρώμενα λάγνων χορών, τραγουδιών και σκανδαλιστικών σκηνών, έως το 1629, οπότε, με κυβερνητική διαταγή, απαγορεύτηκε στις γυναίκες να βγαίνουν στη σκηνή. Οι γυναικείοι ρόλοι αποδίδονταν αρχικά από νεαρά αγόρια ηθοποιούς –το οποίο επίσης απαγορεύτηκε, το 1652, ως ανήθικο– και αργότερα από άνδρες. Έτσι, το κ. εξελίχθηκε σε αποκλειστικά δραματικό θέαμα, στο οποίο εκτεταμένη θέση κατείχε o διάλογος και η σκηνική δράση. Δημιουργήθηκαν μονόπρακτα κ., τα οποία παίζονταν σε θεατρικές σκηνές όμοιες με εκείνες του Νο. Τα δράματα ήταν εμπνευσμένα κυρίως από την ιστορία και τα κοινωνικά ζητήματα. Αργότερα, τα δραματικά αυτά έργα διευρύνθηκαν και διαιρέθηκαν σε πράξεις, με συνέπεια την εισαγωγή τεχνικών νεωτερισμών (αυλαίες, σκηνικά), οι οποίοι διαφοροποίησαν το κ. από το Νο. Αργότερα το θέατρο κ. εφοδιάστηκε με μια στενή γέφυρα, η οποία διέσχιζε την πλατεία, όπου ανέβαιναν οι ηθοποιοί κατά τη διάρκεια των μονολόγων ή των χορών. Κατά τα μέσα του 18ου αι. εισήχθη η περιστρεφόμενη σκηνή, η οποία, μαζί με άλλες μηχανικές τελειοποιήσεις, έδωσε στο κ. τη μορφή σύγχρονου θεάτρου. Στη δημιουργία του θεάτρου κ. συνέβαλαν προπάντων οι καλλιτέχνες Σακάτα Τοτζούρο (1645-1709) και Ιτσικάβα Νταντζούρο (1660-1704), οι οποίοι του έδωσαν τη μορφή που έχει έως σήμερα, καθορίζοντας την τεχνική της απαγγελίας και τους τρόπους κατά τους οποίους εκτυλισσόταν το δράμα και χρησιμοποιώντας έργα διάσημων συγγραφέων (Τσικαματσού, Κι νo Καϊόν). Ιδρύθηκαν επίσης σχολές κ. και μια σειρά καλλιτέχνες συνέχισαν την παράδοση. Μια μορφή σύγχρονου κ. είναι το νεοκαμπούκι. Το καμπούκι γεννήθηκε αρχικά ως θέαμα χορού και παντομίμας και εξελίχθηκε αργότερα σε δραματική μορφή. Η ορχήστρα ενός θεάτρου καμπούκι· η μουσική υπογραμμίζει όχι μόνο τις κινήσεις των ηθοποιών, αλλά και την ψυχική τους κατάσταση. Σκηνή από παράσταση νεοκαμπούκι στο Κιότο. Το νεοκαμπούκι, κωμικό θέατρο, αποτελεί σύγχρονη εξέλιξη του παραδοσιακού καμπούκι.
* * *
το
το ιαπωνικό λαϊκό θέατρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπων. kabuki < kabu «μουσική και χορός» + ki «πνεύμα, τρόπος, στυλ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακού — Ιάπωνας ζωγράφος, χαράκτης και ηθοποιός (γύρω στο 1790 μετά το 1825). Έζησε στην περίοδο Έντο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της σχολής «ουκί γιο ε» και συνδέεται με το όνομα του Ουταμάρο. Ως ζωγράφος πήρε το καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”